Πρέπει ή όχι να ανοίξουν τα δημοτικά σχολεία; Τι λένε οι επιστήμονες.
Οι απόψεις δεν συγκλίνουν πάντα, ή συμφωνούν υπό προυποθέσεις, όσον αφορά στο άνοιγμα των δημοτικών σχολείων από την 1η Ιουνίου. Οι περισσότεροι ωστόσο επιστήμονες συμφωνούν, πως τα παιδιά δεν νοσούν βαριά από τον Κορωνοϊό, ενώ φαίνεται πως μεταδίδουν τη νόσο λιγότερο από τους ενήλικες. Ωστόσο, τα ερωτηματικά παραμένουν για τις οικογένειες στις οποίες υπάρχουν μέλη με ευπάθειες. Παράλληλα, προκύπτουν ανησυχίες για το αν οι δάσκαλοι είναι προετοιμασμένοι για να ενημερώσουν σωστά τους μαθητές σχετικά με την πανδημία και να απαντήσουν στα ερωτήματά τους, εφόσον δεν έχουν γίνει σχετικά σεμινάρια.
Το HomoScience ζήτησε από Έλληνες επιστήμονες να καταθέσουν εν συντομία την άποψή τους για την επιστροφή των μικρότερων μαθητών στις σχολικές αίθουσες.
Επιδημιολογικοί, παιδαγωγικοί και γενετικοί λόγοι, αλλά και συνέπειες στην ψυχική υγεία των μαθητών συντείνουν υπέρ του ανοίγματος των σχολείων για τους μαθητές του Δημοτικού και των Νηπιαγωγείων.
Με τους μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου να έχουν επιστρέψει στα θρανία, ήρθε η ώρα σημαντικών αποφάσεων για το άνοιγμα ή μη των Δημοτικών σχολείων, τη στιγμή που τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών είναι πολλά και βάσιμα. Η άποψη μου είναι ότι πρέπει να ανοίξουν και τα Δημοτικά για τους ακόλουθους λόγους:
Α) Τα αισιόδοξα επιδημιολογικά στοιχεία που καταγράφονται τον τελευταίο μήνα στη χώρα μας υποδεικνύουν ότι είναι η καταλληλότερη εποχή για να ανοίξουν τα Δημοτικά σχολεία.
B) Το άνοιγμα του σχολείου έχει σαφή οφέλη για την εκπαίδευση των παιδιών και την ψυχική υγεία τους.
Γ) Πολλές μελέτες έχουν επισημάνει τα χαμηλά ποσοστά λοίμωξης με τον ιό SARS-CoV-2 στα παιδιά, τα οποία φαίνεται ότι έχουν λιγότερα (2%) και λιγότερο σοβαρά συμπτώματα σε σύγκριση με τους ενήλικες. Τα αίτια αυτής της διαφοράς αποδείχθηκε ότι είναι γενετικά. Διαπιστώθηκε ότι η έκφραση του γονίδιου ACE2 στο ρινικό επιθήλιο, δηλ. το πρώτο σημείο επαφής του ιού SARS-CoV-2 με το ανθρώπινο σώμα, ήταν χαμηλότερη στα μικρότερα παιδιά και αυξανόταν προοδευτικά ανάλογα με την ηλικία. Αυτά τα ευρήματα δίνουν μοριακή εξήγηση γιατί τα παιδιά είναι λιγότερο ευαίσθητα στη μόλυνση από τον ιό SARS-CoV-2 και η νόσος COVID-19 είναι σπάνια σε παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες.
Δ) Τα παιδιά έχουν δραστήριο ανοσοποιητικό σύστημα, και ως εκ τούτου μπορεί να αντιμετωπίσουν την εισβολή του ιού στα κύτταρά τους με τους φυσικούς αμυντικούς μηχανισμούς τους.
Ε) Το κλίμα μπορεί να διαμορφώσει την μεταδοτικότητα του ιού SARS-CoV-2 σε κάποιον βαθμό, όπως σημειώθηκε και με προηγούμενους κορωνοϊούς, δηλ. υπήρχε εποχική μείωση τους κατά τους θερινούς μήνες.
ΣΤ) Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ προβλέπουν ότι κατά τη διάρκεια του επερχόμενου χειμώνα πιθανότατα θα επανεμφανιστούν εξάρσεις του ιού SARS-CoV-2. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, μπορεί να είναι απαραίτητη η περιοδική κοινωνική αποστασιοποίηση πληθυσμιακών ομάδων τουλάχιστον για έναν χρόνο. Εάν ισχύει αυτή η πρόβλεψη, τότε τα παιδιά του Δημοτικού δεν θα πρέπει να παρακολουθήσουν μαθήματα για έναν ολόκληρο χρόνο. Αντίθετα, τώρα που ο ιός έχει χαμηλό δείκτη μεταδοτικότητας είναι η ευκαιρία για του μαθητές να αποκτήσουν γνώσεις για τη σωστή αντιμετώπιση των επιδημιών (γρίπης και κορωνοϊού).
Η ενημέρωση των μαθητών πάνω σε θέματα κοινωνικής συμπεριφοράς για την αντιμετώπιση επιδημιών πρέπει να αποτελέσει μέρος της σύντομης σχολικής διαδικασίας, ώστε τα παιδιά να μπορέσουν να παρακολουθήσουν απρόσκοπτα από τον Σεπτέμβριο τα μαθήματα.
“Θεωρώ ότι τα παιδιά, είναι ένας πληθυσμός για τον οποίο υπάρχουν επιστημονικά κενά. Κι αυτό είναι ένα γεγονός, που προκαλεί επιφυλακτικότητες..
Γνωρίζουμε ωστόσο, ότι παγκοσμίως τα παιδιά αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό των κρουσμάτων Covid19.
Η εμπειρία μας από την Αμερική, την Ιταλία, την Κίνα, την Ισπανία, μας δείχνει πως ένα πολύ μικρό ποσοστό, πάνω-κάτω μόλις το 2% των κρουσμάτων της επιδημίας, αφορά σε παιδιά.
Τα περισσότερα παιδιά νοσούν ασυμπτωματικά και ήπια, σε ένα πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, πολύ μεγαλύτερο από τους ενήλικες. Πολύ λίγα παιδιά χρειάζονται νοσηλεία και πολύ λιγότερα εντατική θεραπεία. Στην Ελλάδα μάλιστα το ποσοστό είναι αμελητέο.
Από την τελευταία ανάγνωση των στατιστικών στην Παγκόσμια Κοινότητα, διαπιστώνουμε ότι μόλις 5.000 ανήλικοι ασθένησαν και υπήρξαν 5 θανάτοι.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν τα παιδιά μεταδίδουν και σε ποιον βαθμό τον ιό. Αυτό δυστυχώς ακόμη διερευνάται. Θεωρώ όμως ότι η βιβλιογραφία “γέρνει” προς την θέση ότι τα παιδιά δεν είναι ο “driver”, ο οδηγός δηλαδή, της επιδημίας. Ναι μεν είναι παράγοντας μετάδοσης, αλλά ίσως όχι τόσο ισχυρός όσο νομίζαμε στην αρχή, βασιζόμενοι στα δεδομένα της γρίπης.
Βεβαίως υπάρχουν και δημοσιεύσεις που υποστηρίζουν το αντίθετο. Όπως μια πρόσφατη από τη Γερμανία, που λέει πως τα παιδιά έχουν το ίδιο ιικό φορτίο με τους ενήλικες, άρα μεταδίδουν και με την ίδια συχνότητα. Ωστόσο, οι επιδημιολογικές μελέτες που έγιναν σε οικογένειες με ασθενείς, έδειξαν πως η πηγή της επιδημίας μέσα στο σπίτι, ξεκινούσε από τα παιδιά σε εξαιρετικά λίγες περιπτώσεις.
Πάντως οφείλουμε να πούμε πως η εικόνα δεν έχει ξεκαθαρίσει.
Υπάρχουν επίσης διάφορες υποθέσεις για την ενδεχόμενη ικανότητα των παιδιών να περιορίζουν τη διασπορά του ιού.
Η μια είναι, ότι έχουν κάποια ανοσία έναντι των Κορωνοϊών γενικότερα.
Κι αυτό έχει κάποια βάση, δεδομένου ότι πριν ανακαλύψουμε τους τρεις από τους επτά Κορωνοϊούς, (SARS, MERS, και SARS CoV2), τέσσερις άλλοι, αρκετά γνωστοί πλέον Κορωνοϊοί, έκαναν κύκλους, εμφανίζονται κάθε χειμώνα, προκαλώντας στα παιδιά ένα κοινό κρυολόγημα.
Η θεωρία λοιπόν αυτή υποστηρίζει ότι επειδή οι ανήλικοι, εκτίθενται κάθε χειμώνα στους άλλους Κορωνοϊούς, απέκτησαν κάποιας μορφής προστασία, έναντι και του SARS CoV2.
Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι ο υποδοχέας ACE2 στους πνεύμονες των παιδιών, μπορεί να μην είναι τόσο ώριμος, όσο είναι στους ενήλικες και έτσι ο ιός δεν μπορεί να “κουμπώσει” και να μολύνει.
Πιστεύω κι εγώ ότι είναι πολύ σημαντικό η κοινωνία μας να επανέλθει σε μία κανονικότητα. Κι αυτό προυποθέτει να επιστρέψουν και τα παιδιά στα δημοτικά σχολεία.
Οι απόψεις διίστανται στο πότε θα γίνει αυτό. Όλοι συμφωνούμε όμως, ότι σύντομα πρέπει να γίνει.
Είτε γίνει τώρα, είτε το Σεπτέμβριο, το σίγουρο είναι ότι δεν θα έχουμε εμβόλιο”.
Έχουμε σημαντικά στοιχεία που μας δείχνουν ότι ο ιός δεν έχει διαδοθεί ιδιαίτερα στον Ελληνικό πληθυσμό. Άρα, έχουμε πάρα πολύ μικρές πιθανότητες να έρθουμε σε επαφή με κάποιον ασυμπτωματικό φορέα του ιού.
Γνωρίζουμε επίσης ότι το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών είναι εύρωστο, δυνατό. Άρα τα παιδιά όλους αυτούς τους έμφυτους μηχανισμούς που έχουμε όλοι οι άνθρωποι τους διαθέτουν στον υπερθετικό βαθμό. Αυτός είναι και ο λόγος που η μεταδοτικότητα ή η εμφάνιση συμπτωμάτων στους ανήλικους είναι περιορισμένη.
Από τη στιγμή που θα εισβάλλει ένας ιός στον οργανισμό παράγονται συγκεκριμένες πρωτείνες που αποδεσμεύονται από τα κύτταρα, σε μια πρώτη αντίδραση στην παρουσία παθογόνων μηχανισμών, ιών, μικροβίων ή και παρασίτων. Στα παιδιά αυτός ο μηχανισμός είναι εξαιρετικά σπάνιο να μην λειτουργήσει.
Είναι λοιπόν πολύ μικρός ο κίνδυνος να ασθενήσουν βαριά αλλά και να μεταδόσουν τον ιό.
Εξίσου σημαντικό για την δική τους ψυχολογία, αλλά και την οικογενειακή, είναι να επιστρέψει η κοινωνία σε κανονικούς ρυθμούς ζωής. Να ξαναποκτήσουμε τη ζωή μας. Προϋπόθεση γι αυτό, είναι να ανοίξουν και τα δημοτικά σχολεία.
Από την άλλη πλευρά είναι χρέος μας να προστατεύσουμε τις ευπαθείς ομάδες. Γι αυτό και διατηρούμε όλα τα μέτρα προστασίας και τις αποστάσεις που έχουν οριστεί, ειδικά στους κλειστούς χώρους.
Τα παιδιά κινδυνεύουν πολύ λιγότερο. Δεν μεταδίδουν σημαντικά τον ιό και σε αυτά η λοίμωξη αφορά κυρίως το Ανώτερο Αναπνευστικό Σύστημα.
Έχουν ανεπτυγμένες μεγάλες αμυγδαλές, έχουν τα “κρεατάκια” που λέει ο κόσμος. Εκεί εντοπίζεται ο Κορωνοϊός στα παιδιά και δεν προχωρά.
Οι μικρές ηλικίες λοιπόν στο 99% θα νοσήσουν ήπια, γιατί έχουν πολύ ισχυρό ανοσολογικό σύστημα.
Όταν λοιπόν ο ιός βρει ένα ετοιμοπόλεμο ανοσολογικό σύστημα, εξασθενίζει.
Κι αυτός είναι και ο λόγος που οι ανήλικοι δεν μεταδίδουν ιδιαίτερα.
Το αποτέλεσμα θα είναι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να κάνει πολύ γρήγορα ανοσία. Διότι, το ανοσολογικό σύστημα τους κινητοποιείται ραγδαία και μάχεται τον ιό, με την κυτταρική του ανοσία. Μπορεί να μην έχουν αντισώματα, ωστόσο θα δημιουργήσουν ταχύτατα.
Οπότε ναι, τα παιδιά μπορούν άφοβα σήμερα να επιστρέψουν στα δημοτικά σχολεία.
Τα δημοτικά σχολεία θα μπορούσαν να ανοίξουν με τις παρακάτω συστάσεις-ενέργειες που θα πρέπει να συνοδεύσουν το μέτρο:
1. Συζήτηση για την πανδημία από εκπαιδευμένους δασκάλους και ένταξη στο σχολικό πρόγραμμα μαθήματος, για τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά εκείνη που μειώνει τον κινδύνους της νόσου. Σε αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί και η συζήτηση για την πανδημία.
2. Στο πλαίσιο της παραπάνω ενέργειας, θα πρέπει να γίνει εκπαίδευση των μαθητών και των γονέων τους για τα μέτρα προφύλαξης της μετάδοσης της νόσου στους ηλικιωμένους, ή ασθενείς με χρόνια νοσήματα, που διαβιούν μαζί και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την καθαριότητα χεριών και τη χρήση μάσκας, καθώς και την τήρηση της φυσικής απόστασης, όταν έρχονται σε επαφή μαζί τους.
3. Συζητήση και αναγνώριση των ήπιων συμπτωμάτων της λοίμωξης στα παιδιά και την έγκαιρη χρήση διαγνωστικής δοκιμασίας.