Η“ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΠΤΕΡΝΑ” του ελέγχου της πανδημίας είναι ΟΙ ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΙ, τονίστηκε μεταξύ άλλων στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακολογίας. Επισημάνθηκε επίσης η λάθος τακτική να γίνονται rapid tests στα σύνορα, όπως επίσης και ο ρόλος της ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους κατά την αντιμετώπιση της νόσου σε νοσηλευόμενους ασθενείς.
ΟΙ ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΙ ΙΣΩΣ “ΠΥΡΟΔΟΤΟΥΝ” ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Σοβαρότερος απ’ ότι υπολογίστηκε αρχικά φαίνεται να είναι ο ρόλος των ασυμπτωματικών, στους οποίους ανήκουν και τα παιδιά μικρής ηλικίας, στην εξέλιξη των Πανδημικών κυμάτων με τις μελέτες να δείχνουν αξιοπρόσεκτα ποσοστά μετάδοσης της νόσου.
Ο Παθολόγος –Λοιμωξιολόγος, Επιμελητής Α’ ΕΣΥ, ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑ Θεόφιλος Χρυσανθίδης, υποστηρίζει ότι “Η Αχίλλειος πτέρνα για τον έλεγχο της πανδημίας είναι οι ασυμπτωματικοί. Οι άνθρωποι που δεν εκδηλώνουν συμπτώματα, δεν σημαίνει ότι δεν είναι μεταδοτικοί. Μπορεί να μεταδώσουν τον ιό ίσως για μικρότερο χρονικό διάστημα με λιγότερη λοιμογονική δράση, σε σύγκριση με άλλους που θα έχουν έντονη συμπτωματολογία. Αλλά, είναι σίγουρο ότι και αυτοί μεταδίδουν τον ιό”.
“Ο λόγος που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν θεωρεί αξιόπιστα τα τεστ αυτά, είναι γιατί τα άτομα στα σύνορα προέρχονται από χώρες με διαφορετικό επιπολασμό της νόσου. Άρα λοιπόν δεν μπορούμε να έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα, στις περιπτώσεις αυτές… ”
Γεωργία Γκιούλα – Αναπλ. Καθηγ. Μικροβιολογίας, στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2, Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ
Η αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μικροβιολογίας, στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, επισημαίνει ότι “το ECDC (Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων), λέει ότι οι ασυμπτωματικοί έχουν παρόμοιο ιικό φορτίο με αυτό των συμπτωματικών. Μελέτες αναφέρουν ότι ένα ποσοστό 48-62% της μετάδοσης του ιού σε διάφορες χώρες, οφείλεται ακριβώς σε αυτή την ομάδα των ασθενών, παρόλα αυτά, οι ασυμπτωματικοί φορείς του ιού, μεταδίδουν τον ιό ίσως για λιγότερο χρονικό διάστημα απ ότι τα συμπτωματικά άτομα”.
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΤΕΣΤ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΑ
Τα rapid test δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για εντοπισμό ασθενών πριν την αιμοδοσία σε αεροδρόμια ή σύνορα, όπως επισήμανε η κ. Γκιούλα. Κι αυτό, καθώς σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το αποτέλεσμα σχετίζεται άμεσα με το ποσοστό του επιπολασμού της νόσου, στην περιοχή που δραστηριοποιείται το δείγμα των ελεγχθέντων.
“Τα τεστ αυτά αντιγόνου, δίνουν αποτέλεσμα σε μικρότερο χρονικό διάστημα, έχουν υψηλή ακρίβεια επιθετικού αποτελέσματος, έχουν χαμηλότερη ευαισθησία από την μοριακή μέθοδο PCR και καλύτερο αποτέλεσμα στα αρχικά στάδια της νόσου”.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα γρήγορα τεστ αντιγόνου, δεν συνιστώνται για τον αποκλεισμό οξείας λοίμωξης και δυστυχώς, ένα αρνητικό αποτέλεσμα, θα πρέπει να επιβεβαιώνεται. Το ECDC προτείνει να χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει λοίμωξη με συμπτώματα συμβατά “Covid19” ή όταν εχουμε επαφή με θετικό, ή ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα ή ένα ύποπτο περιστατικό.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, επισημαίνει ότι αυτά τα τεστ, δεν εφαρμόζονται σε άτομα χωρίς συμπτώματα, που είναι εκτός ιστορικού επαφής, σε περιοχές με χαμηλή επίπτωση της νόσου, όπως επίσης και όταν δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν τα απαραίτητα επίπεδα βιοασφάλειας. Μάλιστα όπως επισημαίνει η κ. Γκιούλα, έχει παρατηρηθεί από διάφορες μελέτες, μετάδοση του ιού, εξαιτίας της λανθασμένης χρήσης αυτών των τεστ.
“Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για screening, πριν την αιμοδοσία ή σε αεροδρόμια, ή σύνορα. Η αλήθεια είναι ότι όλο το καλοκαίρι δεχόμασταν χιλιάδες δείγματα, τόσο από τα σύνορα του Προμαχώνα, όσο και από τα αεροδρόμια, προκειμένου να ελέγξουμε αυτούς τους τουρίστες με RT PCR. Ο λόγος που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν θεωρεί αξιόπιστα τα τεστ αυτά, είναι γιατί τα άτομα στα σύνορα προέρχονται από χώρες με διαφορετικό επιπολασμό της νόσου. Άρα λοιπόν δεν μπορούμε να έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα, στις περιπτώσεις αυτές. Επίσης κάτι πολύ σημαντικό. Εξαρτώνται απόλυτα από το CT από το όριο δηλαδή ανίχνευσης του ιού. Όταν έχουμε ένα όριο ανίχνευσης πάνω από τους 30 κύκλους το οποίο το έχουμε σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό θετικών ατόμων, έχουμε πολύ μεγάλη πιθανότητα να έχουμε ψευδώς θετικό αποτέλεσμα”.
Η ΥΠΕΡΤΑΣΗ ΤΟ ΣΥΧΝΟΤΕΡΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΝΟΣΗΜΑ ΤΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΟΜΕΝΩΝ
“Η πλειοψηφία των νοσηλευόμενων έχει κάποιο υποκείμενο νόσημα. Το πιο συχνό είναι η υπέρταση” επισημαίνει ο Θεόφιλος Χρυσανθίδης.
“Πραγματικά, όσοι ασθενείς φτάνουν στην πόρτα του νοσοκομείου και τελικά κάνουν εισαγωγή, έχουν εκδηλώσει συγκεκριμένη συμπτωματολογία. Έχουν πυρετό, που μπορεί αρxικά να είναι πιο ήπιος αλλά στη συνέχεια επιμένει. Τα πυρετικά κύματα πυκνώνουν και γίνονται υψηλότερα, ενώ υπάρχει αδυναμία, καταβολή και συνήθως μη παραγωγικός βήχας”.
Τη στιγμή που κάποιος μολυνθεί από τον ιό, θα περάσει μια περίοδος επώασης, ένα χρονικό διάστημα δηλαδή κατά το οποίο δεν θα εκδηλωθούν συμπτώματα.
“Μιλάμε για τον χρόνο επώασης που κυμαίνεται από 2-7 ημέρες, προσδιορίζεται ως μέσος χρόνος εμφάνισης της συμπτωματολογίας στις 5 ημέρες. Είναι δύσκολο κάποιος που έχει μολυνθεί να εκδηλώσει συμπτώματα πέραν της 10ης -12ης ημέρας. Συνήθως μέσα στις πρώτες 10 μέρες θα έχουμε εκδήλωση συμπτωμάτων”.
“Η ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους έχει και αντιικη δράση κι αυτό γιατί μπορεί να συνδέεεται με την γλυκοπρωτείνη του Sars-Cov2, ανταγωνιζόμενη τους υποδοχείς των κυτταρικών μεμβρανών του ξενιστή και αναστέλλοντας την εισβολή του”. ”
Ηλίας Πεσσαχ-,Αιματολόγος Ιατρικό Κέντρο Αθηνών
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΗΠΑΡΙΝΗΣ. ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΙΟΥ
Στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής, έγινε ειδική αναφορά στη δράση και τα αντιικά χαρακτηριστικά της ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους, που φαίνεται πως αναστέλλουν την εισβολή του ιού.
Όπως τόνισε ο αιματολόγος στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, MD, PhD Ηλίας Πέσσαχ, συστήνεται προφυλακτική δόση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους, σε όλους τους ασθενείς με COVID-19 που εισάγονται σε νοσοκομείο. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι αυτό δεν ισχύει για εκείνους που έχουν ήπια συμπτώματα και παραμένουν σπίτι, καθώς η ηπαρίνη χωρίς τον ιατρικό έλεγχο είναι δυνατόν να προκαλέσει αιμορραγίες.
“Η ηπαρίνη χορηγείται για την αντιπηκτική της δράση. Ωστόσο, παράλληλα φαίνεται να έχει και αντιφλεγμονώδη δράση, καθώς αναχαιτίζοντας όπως φαίνεται τη δράση των κυτταροκυνών. Επίσης αναστέλλει και την ενεργοποίηση του “συμπληρώματος” που έχει το ρόλο του στην δημιουργία θρόμβων. Η ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους έχει και αντιικη δράση κι αυτό γιατί μπορεί να συνδέεται με την γλυκοπρωτείνη του Sars-Cov2, ανταγωνιζόμενη τους υποδοχείς των κυτταρικών μεμβρανών του ξενιστή και αναστέλλοντας την εισβολή του”.
Επιπροσθέτως, οι αλληλεπιδράσεις της ηπαρίνης με άλλα φάρμακα που πιθανότατα λαμβάνει ο ασθενής, είναι καλύτερα αντιμετωπίσημες σε σχέση με άλλες αντιπητικές αγωγές.